- εὐχώρητος
- εὐχώρητοςgiving free passagemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευχώρητος — εὐχώρητος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που παρέχει ελεύθερη δίοδο, που επιτρέπει εύκολα το πέρασμα 2. ευρύχωρος 3. αυτός στον οποίο επιτρέπεται εύκολα η είσοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χωρητος (< χωρώ), πρβλ. aδıa χώρητος, α χώρητος] … Dictionary of Greek
εὐχώρητον — εὐχώρητος giving free passage masc/fem acc sg εὐχώρητος giving free passage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)